αποπάνω

αποπάνω
(Μ ἀποπάνω) επίρρ.
1. από το επάνω μέρος
2. από ψηλά, από τον ουρανό
3. επάνω από κάποιον ή κάτι
νεοελλ.
(με το άρθρο) οι αποπάνω
1. αυτοί που βρίσκονται σε ψηλότερο σημείο ή σε πλεονεκτική θέση
2. οι επικεφαλής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αποπάνω — επίρρ. τοπ., επάνω: Επειδή έκανε πολύ κρύο, αποπάνω από τις κουβέρτες έριξε και το παλτό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιχύνω — και περεχύνω και περιχώ και περεχώ Ν 1. χύνω υγρό πάνω σε ένα πράγμα βρέχοντας το σε όλη την επιφάνεια, περιβρέχω, διαβρέχω, περιχέω 2. μέσ. περιχύνομαι μτφ. ξεχύνομαι ολόγυρα, απλώνομαι πάνω από κάτι καλύπτοντάς το από παντού («νύχτα περιχύνεται …   Dictionary of Greek

  • προσεμβριμώμαι — άομαι, Α οργίζομαι ή απειλώ επιπροσθέτως («πλούσιος ἠδίκησε, καὶ αὐτὸς προσενεβριμήσατο» ο πλούσιος έκανε το αδίκημα και ο ίδιος έμπηξε τις φωνές για να βγει αποπάνω, ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμβριμῶμαι «δυσανασχετώ, γογγύζω, επιπλήττω, ορμώ… …   Dictionary of Greek

  • υπομάσσω — και αττ. τ. ὑπομάττω Α 1. αλείφω κάτι από κάτω 2. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) ὑπομεμαγμένος αυτός που βρίσκεται κάτω από κάτι, ιδίως αυτός που καλύπτεται εντελώς από κάτι που βρίσκεται αποπάνω του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μάσσω «ζυμώνω»] …   Dictionary of Greek

  • υποτέρπομαι — Α [τέρπομαι] τέρπομαι, ευχαριστιέμαι γι αυτό που βρίσκεται αποπάνω μου («ὥσπερ ὑποτερπόμενοι τῇ τῆς περιβολῆς φανητίᾳ», Τιμαρ.) …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”